πληρωμένος

πληρωμένος
η , ο
1) оплаченный, выплаченный;

με πληρωμένη απάντηση — с оплаченным ответом (о корреспонденции);

2) подкупленный; наёмный;

πληρωμένος δολοφόνος — наёмный убийца;

οι ένορκοι ήταν πληρωμένοι — присяжные были подкуплены


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πληρωμένος" в других словарях:

  • πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί …   Dictionary of Greek

  • κλακαδόρος — ο εγκάθετος και συνήθως πληρωμένος θεατής που παίρνει μέρος στην κλάκα, μέλος τής κλάκας, αλλ. κλακέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάκα + κατάλ. δόρος (< βεν. dore, πρβλ. κομπινα δόρος, τσιλια δόρος] …   Dictionary of Greek

  • μισθωτός — και μιστωτός, ή, ό (ΑΜ μισθωτός, ή, όν, Μ και μιστωτός, ή, όν) [μισθώνω] αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης νεοελλ. (νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

  • μπράβος — ο (Μ μπράβος) 1. μισθωτός σωματοφύλακας στην υπηρεσία πλουσίων και ισχυρών 2. (ως επίθ. αρσ.) γενναίος, θαρραλέος, ανδρείος νεοελλ. πληρωμένος ταραχοποιός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, ιδίως πολιτικού κόμματος ή προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια… …   Dictionary of Greek

  • πλερωματικός — ή, ό, Ν αυτός που κάνει κάτι με πληρωμή, πληρωμένος, εξαγορασμένος, εξωνημένος («όλοι αυτοί που φωνάζουν ζήτω είναι πλερωματικοί») …   Dictionary of Greek

  • πληρωματικός — ή, ό και πλερωματικός, ή, ό / πληρωματικός, ή, όν, ΝΜ [πλήρωμα, ατος] νεοελλ. ο πληρωμένος, αυτός που κάνει κάτι επειδή τόν έχουν πληρώσει, τόν έχουν εξαγοράσει μσν. αυτός που συντελεί στην πληρότητα, στη συμπλήρωση, τελειοποιητικός …   Dictionary of Greek

  • φονιάς — Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… …   Dictionary of Greek

  • πληρώνομαι — πληρώνομαι, πληρώθηκα, πληρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκάθετος — η, ο (για ανθρώπους), ο επίτηδες τοποθετημένος σε θέατρο ή δημόσια συγκέντρωση, για να επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κάποιον στην κατάλληλη στιγμή, ο πληρωμένος, βαλτός, κλακέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστικός — ο (από το πιστός), ο μισθωτός τσομπάνος, ο πληρωμένος υπηρέτης, αλλιώς μπιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»